- αγριοπούλι
- το1. κάθε άγριο πτηνό ερημικών τόπων σε αντίθεση προς τα κατοικίδια2. ατίθασο κατοικίδιο πτηνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοπούλι — το άγριο πουλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)